- εμπεδώνω
- και εμπεδώ (-όω) (AM ἐμπεδῶ, -όω)1. στηρίζω σε στερεό έδαφος2. στερεώνω, καθιστώ κάτι βέβαιο και ασφαλές («εμπεδώνω τις γνώσεις», «εμπεδώνω τη συνθήκη», «ἐμπεδῶ τὰς συνθήκας»)3. επιβεβαιώνω, επικυρώνω (όρκους, σπονδές, υποσχέσεις κ.λπ.).
Dictionary of Greek. 2013.