εμπεδώνω

εμπεδώνω
και εμπεδώ (-όω) (AM ἐμπεδῶ, -όω)
1. στηρίζω σε στερεό έδαφος
2. στερεώνω, καθιστώ κάτι βέβαιο και ασφαλές («εμπεδώνω τις γνώσεις», «εμπεδώνω τη συνθήκη», «ἐμπεδῶ τὰς συνθήκας»)
3. επιβεβαιώνω, επικυρώνω (όρκους, σπονδές, υποσχέσεις κ.λπ.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • εμπεδώνω — εμπεδώνω, εμπέδωσα βλ. πίν. 3 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • εμπεδώνω — εμπέδωσα, εμπεδώθηκα, εμπεδωμένος, μτβ., κάνω κάτι σταθερό, στερεώνω, εδραιώνω, ασφαλίζω: Η ειρήνη δεν εμπεδώθηκε καλά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κατεμπεδώ — κατεμπεδῶ, όω (Μ) επιτ. τ. τού εμπεδώ (βλ. εμπεδώνω) …   Dictionary of Greek

  • μεταμανθάνω — (Α) 1. μαθαίνω κάτι νέο εγκαταλείποντας αυτό που γνώριζα προηγουμένως («τὸ Ἀττικὸν ἔθνος ἐὸν Πελασγικὸν ἅμα τῇ μεταβολῇ τῇ ἐς Ἕλληνας καὶ τὴν γλῶσσαν κατέμαθε», Ηρόδ.) 2. αποκτώ γνώσεις («καταμανθάνουσα δ ὕμνον Πριάμου πόλις γεραιά», Αισχύλ.) 3.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”